- οκτασσαριαίος
- ὀκτασσαριαῑος, -αία, ον (Α)(για τόκο) ίσος με οκτώ ασσάρια μηνιαίως για κεφάλαιο 100 δηναρίων, δηλ. 6% ετησίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + ἀσσάριον «ρωμαϊκό νόμισμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek